- κεροειδής
- κερο-ειδής, ές,A horn-shaped,
ἕρπυλλος Nic.Th.909
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕρπυλλος Nic.Th.909
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεροειδής — κεροειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που είναι όμοιος με κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek
κεροειδέα — κεροειδής horn shaped neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεροειδής horn shaped masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek